- θερίζεις
- θερίζωdo summer-workpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτωμός — ο 1. φόνος: Προσπάθησαν να αποφύγουν τους σκοτωμούς. 2. εξαντλητική εργασία: Είναι σκοτωμός να θερίζεις με το δρεπάνι. 3. συνωστισμός: Γινόταν σκοτωμός μπροστά στα ταμεία του γηπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)